αγριεμάρα

αγριεμάρα
η
(πάντοτε με παθητ. σημ.) ο φόβος που νιώθει κανείς κάτω από ορισμένες συνθήκες, το αγρίεμα, ο αγριεμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγρίεμα ή αγριεμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -μάρα — παραγωγική κατάληξη τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε από ουσιαστικά σε μός (πρβλ. βαρεμός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”